Οι άνθρωποι κλαίνε όταν αισθάνονται σωματικό ή ψυχικό πόνο, αλλά και για άλλους λόγους, ακόμα και από χαρά, όμως ποιόν εξελικτικό σκοπό εξυπηρετεί το κλάμα; Σύμφωνα με μια νέα επιστημονική θεωρία, το κλάμα αναπτύχθηκε στους ανθρώπους ως ένα σκόπιμο σημάδι μειονεκτήματος για να δείξουμε στους γύρω μας ότι ρίχνουμε τις άμυνές μας.
«Το κλάμα είναι μια άκρως εξελιγμένη συμπεριφορά», σύμφωνα με τον εξελικτικό βιολόγο Όραν Χάσον του πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ στο Ισραήλ. Όπως υποστηρίζει, εκ των πραγμάτων το κλάμα θολώνει την όραση, άρα ο άνθρωπος δεν βλέπει καλά το περιβάλλον του και είναι πιο ευάλωτος σε κάθε πιθανό κίνδυνο, από ζώο, άλλο άνθρωπο, φυσικό φαινόμενο κλπ. Έτσι, το κλάμα δείχνει ότι ο οργανισμός έχει χαμηλώσει τις φυσικές άμυνες και το επίπεδο εγρήγορσης που του εξασφαλίζει την επιβίωσή του, συνεπώς εξαρτάται περισσότερο -ή και απόλυτα- από τη βοήθεια των συνανθρώπων του.
Η νέα θεωρία, που παρουσιάστηκε σε άρθρο στο περιοδικό «Evolutionary Psychology» (Εξελικτική Ψυχολογία), θεωρεί το κλάμα ένα σήμα υποταγής του εαυτού, μια κραυγή απόγνωσης για βοήθεια από τους γύρω, μια επίδειξη συναισθηματικής προσέγγισης και εξάρτησης από τους άλλους και, τελικά, μια ένδειξη κοινωνικής συνοχής, αφού αυτός που κλαίει, χρειάζεται υποστήριξη.
Το κλάμα για συναισθηματικούς λόγους είναι μοναδικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων. Στο παρελθόν, οι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι το κλάμα βοηθά για να απομακρύνει από το σώμα επικίνδυνες χημικές ουσίες που δημιουργούνται από το στρες ή ότι διατηρήθηκε ως λειτουργία επειδή απλώς μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα ή επειδή, από τη στιγμή που γεννιέται ο άνθρωπος, μπορεί με το κλάμα, ως μωρό, να μεταδώσει τη δυσφορία του για κάτι ή για κάποιο πρόβλημα υγείας.
Τώρα, ο ισραηλινός επιστήμονας υποστηρίζει ότι το κλάμα, καθώς θολώνει την όραση, εμποδίζει την επιθετική συμπεριφορά προς τους άλλους και σηματοδοτεί ότι κάποιος είναι ευάλωτος, μια στρατηγική που δένει συναισθηματικά τους άλλους με αυτόν που κλαίει, δημιουργώντας στενότερους διαπροσωπικούς δεσμούς.
Στο απώτατο παρελθόν, το κλάμα πιθανότατα ήταν ακόμα πιο φανερά μια στρατηγική επιβίωσης, καθώς αυτός που έκλαιγε, δήλωνε την υποταγή του σε έναν εχθρό ή επιδρομέα και ζητούσε το έλεός του για να ζήσει ή ζητούσε συμπάθεια και έμπρακτη βοήθεια από τα άτομα της δικής του κοινότητας, σε μια στιγμή που αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα.
Με την ίδια λογική, όταν ένας άνθρωπος μοιράζεται το κλάμα του με κάποιον άλλο (και το κλάμα έχει αποδειχτεί ότι συχνά είναι «κολλητικό» ), σύμφωνα με τον Χάσον, σημαίνει ότι επιδεικνύει τη διάθεσή του και την ικανότητά του να δεθεί με τους γύρω του, να μοιραστεί τα συναισθήματά τους, να αναπτύξει ή να εμβαθύνει τη φιλία μαζί τους, να λειτουργήσει ομαδικά.
Από την άλλη, κατά τον ισραηλινό βιολόγο, η αποτελεσματικότητα αυτής της εξελικτικής συμπεριφοράς δεν είναι πάντα εξασφαλισμένη. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει, στη δουλειά τους (όπου συχνά επικρατεί ένα ανταγωνιστικό κλίμα) οι άνθρωποι τείνουν να κρύβουν τα συναισθήματά τους, επειδή αισθάνονται ότι το κλάμα δεν θα λειτουργήσει υπέρ τους.
Ως «την πιο εύλογη θεωρία για την εξελικτική λειτουργία του κλάματος και των δακρύων» χαρακτήρισε την υπόθεση του Χάσον ο εξελικτικός ψυχολόγος Ντέηβιντ Μπας του πανεπιστημίου του Τέξας των ΗΠΑ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου