Αισιόδοξα είναι τα μηνύματα για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας Β και της ηπατίτιδας C, καθώς από το 2006 συνεχίζεται ο αγώνας για τη δημιουργία νέων φαρμάκων. Στην περίπτωση της ηπατίτιδας Β η λοίμωξη δεν εκριζώνεται, δηλαδή το άτομο που έχει προσβληθεί παραμένει φορέας, αλλά τα υπάρχοντα φάρμακα έχουν ανασταλτικό ρόλο και απομακρύνουν την μετάπτωση σε κίρρωση ή ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Εξάλλου χάρη στον εμβολιασμό κατά της ηπατίτιδας Β το ποσοστό των προσβληθέντων από 5% που ήταν το 1972 στις ημέρες μας έχει μειωθεί στο 2%. Όσον αφορά στην ηπατίτιδα C θεραπείες διάρκειας από 6 μήνες έως ένα έτος σε συνδυασμό με ιντερφερόνη επιτυγχάνουν εκρίζωση της λοίμωξης σε ποσοστό πάνω από 60%.

Αυτά επισημάνθηκαν στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή το 2ο ετήσιο συνέδριο με θέμα: «Σύγχρονες εξελίξεις της λοιμωξιολογίας» οι εργασίες του οποίου αρχίζουν αύριο στη Θεσσαλονίκη. Όπως ανέφερε ο γαστρεντερολόγος επιμελητής Α΄ ΕΣΥ, Γεώργιος Γερμανίδης, στην Ελλάδα αν και δεν υπάρχουν γενικές επιδημιολογικές μελέτες υπολογίζεται ότι ο αριθμός των φορέων και χρόνια νοσούντων από ηπατίτιδα Β ανέρχεται στις 200.000, ενώ σε 200.000-300.000 υπολογίζονται οι νοσούντες και οι φορείς της ηπατίτιδας C.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ από έρευνα που έγινε σε 3353 άτομα που έπασχαν από ηπατίτιδα Β στα 2/3 ήταν άγνωστος ο τρόπος μετάδοσης, στο 7% των περιπτώσεων η μετάδοση έγινε από τη μητέρα στο παιδί κατά τη γέννηση, ενώ σε ποσοστό 16% υπήρχε ενδοοικογενειακή διασπορά είτε με άγνωστο τρόπο είτε από κοινή χρήση ξυραφιών, οδοντόβουρτσας κλπ. Ο κ. Γερμανίδης επισήμανε ότι προς αποφυγή της ενδοοικογενειακής διασποράς της ηπατίτιδας Β δεν θα πρέπει να γίνεται κοινή χρήση ορισμένων αντικειμένων και στην περίπτωση που γίνεται να απολυμαίνονται προηγουμένως σε διάλυμα χλωρίνης -νερού σε ποσότητα ½. Η ηπατίτιδα C μεταδίδεται κυρίως με παρεντερικό τρόπο ή με μετάγγιση αίματος, ενώ στις ομάδες υψηλού κινδύνου να προσβληθούν από τη λοίμωξη είναι οι χρήστες ενδοφλεβίως ουσιών.